Μεράκι το είχα… τον έβλεπα, τον ξανάβλεπα!… αλλά δεν τολμούσα… Λέω για την πλευρά απ’το φούρνο του Τόρκο, που έβλεπε στην πλατεία!… τότε – δεκαετία του ‘50 – έστηνε το «Αγγέλικα» μεγαλοαφίσες για τα έργα που άλλαζε δύο φορές την εβδομάδα, και η πλευρά αυτή ήταν πάντοτε κατειλημμένη από χρώματα και σχήματα που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση!… κι επιθυμία μου κρυφή ήταν να μπορέσω μια μέρα να τα ζωγραφίσω…
… Τώρα είναι 1952… «Έκτακτα μέτρα», κόσμος κατηφής… φτωχός και προβληματισμένος… (στο ποτάμι… και για όσους με βλέπανε να ζωγραφίζω ήμουν ο… «ανεπίκαιρος»…ο «παράφρων»… ο «ταξιδεμένος»… το «όνειδος» της οικογενείας… και ο για «λύπηση» και «κρίμα… νέο παιδί»… τ’άκουγα δίπλα μου να το λεν… με ατάραχη ευκολία… χωρίς ντροπή από κανέναν…)
… Να στήσεις καβαλέτο στη μέση της Πλατείας στη Λυγκηστίδα του ‘50… θα ήσουν τρελός ή ήρωας… (και ‘γω ήμουν και τα δύο!…) Στο κάτω-κάτω … «ποιον» θα ενοχλούσα… έτσι δεν είναι; Αμ δεν είναι…
Το έστησα το καβαλέτο… γρήγορα-γρήγορα… κι έπεσαν οι πρώτες πινελιές… σαν κάποιος να με κυνηγούσε… (ο εχθρός ο αόρατος…) που σε λίγο θα εφορμούσε… να μου τα κάνει όλα γης μαδιάμ… κι δεν έπεσα έξω…
… Πέρασε λίγη ώρα… κόσμος τριγύρω…(περίεργος και απορημένος μαζί)… και ‘κει που στα μισά του γεγονότος… νάσου ο εξ απαλών ονύχων «Φύλαξ Άγγελος» των ιερών και των οσίων της ημετέρας πατρίδος!… ένας χωροφύλακας… που εστάθη εμπρός μου έξαλλος και απειλητικός… και ανασαίνων ταχύτατα… μου είπε κόκκινος απ’το θυμό: «Εδώ βρήκες ρε…Καραγκιόζη να κάνεις τα χαζά σου; Μάσ’τα γρήγορα… και άντε στο διάολο παλιόπαιδο… δεν βλέπεις ότι… ενοχλείς τον κόσμο… να περπατήσει; Χάθηκαν τα βουνά… και οι κάμποι… έλα γρήγορα… μη σε πάρει και σε σηκώσει… ανισόρροπε…»
Και προτού αρχίσω «να τα μαζεύω» για να πάω… στους κάμπους και στα λαγκάδια όπου ήτο και η «φυσική» μου θέση… δίνει μια κλωτσιά στο κασάκι με τα χρώματα… χτυπάει το κασάκι στο καβαλέτο… και πέφτει το έργο… με την πρόσοψη… κόβοντας όλη μου την ανάσα… (Κρίμα… και τα πήγαινα τόσο καλά…)
«Τί κάνεις κύριε;» του είπα με τρόμο και δάκρυα στα μάτια… «Τέτοια εντολή έχω» ομολόγησε… «Μπα, από ποιον;»
Πολύ απλό! Απέναντι ακριβώς… καθόταν όρθιος – μαζί με τον Γυμνασιάρχη – ο Διοικητής του τμήματος… χασκογελώντας με τα χέρια πίσω απ’την κοιλιά… Καημένε Κωστάκη…
Όχι, δεν μου έκανε καμίαν εντύπωση…Τέτοιες «κτηνωδίες» τις τρώγαμε στη μάπα μέρα-νύχτα…απ’τα χρόνια του πολέμου κι εντεύθεν… «εμείς οι ελάχιστοι» της Λυγκηστίδος!…
… Πνίξαν… ή σκότωσαν στην κυριολεξία έναν κόσμο ιδανικό… (τον προ του πολέμου κόσμο…), κι απέμεινα «εις εκ των ολίγων» να κλαίω τη συμφορά αυτή… παίζοντας στα μετέπειτα χρόνια τον ρόλο του εκχιονιστήρα… μονάχα εγώ… ενώ οι άλλοι ομότεχνοι εκρύβοντο στα σπίτια τους… μη τους δει ο κόσμος να… ζωγραφίζουν στο ύπαιθρο… και βγάλουν το δικό μου … «κακό» όνομα… (που να σας βγει το μάτι ολονών…)
Όντως… είχαμε ιστορία στον πολιτισμό! Αρχής γενομένης αυτής των Γάλλων του ‘17 και μέχρι το τέλος του εμφυλίου…Έκτοτε… μαύρη μαυρίλα πλάκωσε… μαύρη σαν καλιακούδα…παρ’όλη την πρόοδο… στην τεχνολογία… και στα πάσης φύσεως «ερευνητικά» προγράμματα… (ιδίως σε μια Ευρώπη «ενωμένη» στη δυστυχία των λαών της…)
Είπες τίποτα; … Ε μα… για όνομα του Θεού…
10.12.2001
Απόσπασμα, «Ο τοίχος του Τόρκο», «Εκατό και πλέον δακτυλίδια για πρίγκηπες», Εκδόσεις Ιανός, Θες/νικη 2005, σελ.216-218.
ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΥΣΤΑΣ (1933-2014), Φλώρινα, 1976, λάδι σε πάνελ, 80×60 εκ.